- παράφθεγμα
- παράφθεγμαqualification addedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράφθεγμα — τὸ, Α [παραφθέγγομαι] 1. προσθήκη μιας τροποποιήσεως στον λόγο ή σε ομιλία εν παρόδω, εκ τού προχείρου, παρέργως 2. τυχαίος λόγος 3. αυτό που ειπώθηκε εσφαλμένα, το ψευδές … Dictionary of Greek
παραφθεγμάτων — παράφθεγμα qualification added neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγμασι — παράφθεγμα qualification added neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματα — παράφθεγμα qualification added neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθέγματος — παράφθεγμα qualification added neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)